αλεπούδι

αλεπούδι
το см. αλεπόπουλο

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αλεπούδι" в других словарях:

  • αλεπούδι — το 1. αλεπάκι, αλεπόπουλο 2. το φυτό αλεπούσι. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. τής λ. αλεπού ή αλεπός] …   Dictionary of Greek

  • -ούδι — υποκορ. κατάλ. τής Νέας Ελληνικής που προήλθε από την αρχ. και μσν. κατάλ. ούδι(ο)ν (πρβλ. λαγ ούδιν) από ουσ. με θέμα σε ου + υποκορ. κατάλ. (ι)διον: βοῡς > βούδιον, ὀστοῡν > οστούδιον, χνοῡς > χνούδιον, φλοῡς > φλούδιον.Παραδείγματα …   Dictionary of Greek

  • αλεπουδάκι — το [αλεπούδι] το νεογνό τής αλεπούς ή η μικρή αλεπού …   Dictionary of Greek

  • αλωπέκιον — ἀλωπέκιον, το (Α) 1. μικρόσωμη ή μικρής ηλικίας αλεπού και απλώς αλεπού, αλεπουδάκι, αλεπούδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + υποκορ. κατάλ. ιον] …   Dictionary of Greek

  • αλωπεκιδεύς — ἀλωπεκιδεύς, ο (Α) νεογνό αλεπούς, αλεπούδι, αλεπουδάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλωπεκ , θ. τής λ. ἀλώπηξ + παραγ. κατάλ. ιδεύς] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»